ελένιο

ελένιο
το (Α ἑλένιον)
νεοελλ.
πολυετές φυτό τής Αμερικής, τής οικογένειας τών συνθέτων
αρχ.
1. ονομασία φυτού, κόνυζα
2. βοτάνι το οποίο πίστευαν ότι έσπειρε η Ελένη για να εξοντώσει τα φίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ίνουλα — ἴνουλα, ἡ (Μ) το ελένιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τού λατ. τ. inula «ελένιο»] …   Dictionary of Greek

  • ινουλίνη — Αποταμιευτικός πολυσακχαρίτης, που συναντάται σε ορισμένα φυτά, όπως στο ρίζωμα της ντάλιας, της γλυκοπατάτας, του κιχωρίου κ.ά. Έχει τη μορφή λευκής σκόνης, είναι διαλυτή στο βραστό νερό και δεν δίνει χρωματική αντίδραση με το ιώδιο, σε αντίθεση …   Dictionary of Greek

  • ακόνιζα — Πολυετής πόα, γνωστή με την επιστημονική ονομασία κόνιζα το ελένιο. Ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων. Η α. φτάνει σε ύψος το 1,5 μ. και ανθίζει την άνοιξη. Τα φύλλα της είναι λογχοειδή, πράσινα στην πάνω επιφάνεια και χνουδωτά στην κάτω. Το… …   Dictionary of Greek

  • κλεωναία — κλεωναία, ἡ (Α) το φυτό ελένιο …   Dictionary of Greek

  • μηδικός — ή, ό (ΑΜ μηδικός, ή, ον, θηλ. και μηδίκη) [Μήδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μήδους (α. «μηδική ἐσθής» μεταξωτά ενδύματα β. «μηδ εἰ στράτευμα πλεῑον ἦ τὸ Μηδικόν», Αισχύλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μηδική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… …   Dictionary of Greek

  • νεκτάριο — το (Α νεκτάριον) [νέκταρ] νεοελλ. στον πληθ. τα νεκτάρια βοτ. αδένες τών φυτών οι οποίοι εκκρίνουν νέκταρ και οι οποίοι βρίσκονται συνήθως στα άνθη αρχ. 1. το φυτό ελένιο 2. είδος φαρμάκου 3. ονομασία διαφόρων κολλυρίων …   Dictionary of Greek

  • περσικός — (I) ή, ό / περσικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πέρσης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική η περσική γλώσσα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά η περσική γλώσσα 2. φρ. «περσική γλώσσα» γλωσσ …   Dictionary of Greek

  • σύμφυτος — η, ο / σύμφυτος, ον, ΝΑ [συμφύω, ομαι] 1. έμφυτος, συμφυής, εγγενής 2. φυσικός («τὸ μιμεῑσθαι σύμφυτον τοῑς ἀνθρώποις», Αριστοτ.) 3. (για ασθένεια) συγγενής 4. το ουδ. ως ουσ. το σύμφυτο α) η ιδιότητα τού συμφυούς β) βοτ. ονομασία φυτού νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • φλόμος — ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών τού γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο νεοελλ. 1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών τού γένους φλομίς και ιδίως τού είδους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”